-
1 крышка
-и θ.1. κάλυμμα, σκέπασμα• καπάκι•крышка сундуки το κάλυμμα του σεντουκιού•
гроба το κάλυμμα του φέρετρου•
крышка кастрюли το καπάκι της κατσαρόλας.
2. χαμός, τέλος, θάνατος•тут ему и крышка εδώ του ήρθε και το τέλος του.
-
2 крышка
крышк||аж τό σκέπασμα, τό κάλυμμα, τό καπάκι:накрывать \крышкаой καπακωνω, σκεπάζω μέ τό καπάκι· ◊тут ему́ и \крышка! разг ἐδῶ τήν ἔπαθε!, ἐδῶ ἔφαγε τό κεφάλι του! -
3 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
4 ящик
το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούταукладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - αвоздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέροςканатный - мор. см. цепной -кингстонный мор. - θαλάσσηςотливной мор. - εξαγωγήςпочтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιοраспределительный эл. - διανομήςцепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик
-
5 от
κ. ото πρόθεση με γεν.1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•
от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•
от частного к общему από το μερικό στο γενικό•
от края до края απ άκρη σ άκρη•
слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•
от еных лет από τα νεανικά χρόνια•
он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•
мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•
от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•
имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•
от роду εκ γενετής•
час от часу από ώρα σε ώρα•
письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.
2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•бледный от страха χλωμός από το φόβο•
петь от -радости τραγουδώ από χαρά•
заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.
3. κατά, ενάντια, για•средство от кашли φάρμακο για το βήχα•
палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.
4. για• απο•футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•
скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•
крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.
|| (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).
5. με, εκ, εξ, απο•от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•
от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.
6. με• σε•день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•
год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•
время от времени από καιρό σε καιρό.